- κατάρρυτος
- -η, -ο (Α κατάρρυτος, και κατάρυτος, -ον)αυτός που διαρρέεται από πολλά νερά, αυτός που ποτίζεται άφθονα (α. «κατάρρυτος αγρός» β. «γῆ ἔνδροσός τε καὶ κατάρρυτος», Αιλ.)αρχ.1. αυτός που ρέει προς τα κάτω2. αυτός που έχει κατακλυστεί από νερά3. ο πολύ κατηφορικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -ρρυτος (< ῥυτός < ῥέω), πρβλ. αμφί-ρρυτος, περί-ρρυτος].
Dictionary of Greek. 2013.